Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

*ΔΙΕΥΚΡΥΝΗΣΗ*

ύπουλος -η -ο [ípulos] Ε5 : που κάτω από μια φαινομενικά φιλική και καθησυχαστική εμφάνιση και συμπεριφορά κρύβει υποκρισία και δολιότητα: ~ εχθρός / σύμμαχος. Ύπουλη γυναίκα. || Ύπουλη αρρώστια, που εκδηλώνεται μόνο σε προχωρημένο στάδιο. Παίζει ύπουλο παιχνίδι, χωρίς να εφαρμόζει τους συμφωνημένους κανόνες. ύπουλα ΕΠIΡΡ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: